- ῥύστης
- ῥύσ-της, ου, ὁ, (ἐρύω (B))A saviour, leliverer, LXXPs.17(18).2, al., Ps.-Luc. Philopatr.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥύστης — saviour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύστης — ό, ΜΑ, και θηλ. τ. ρῡστις Μ σωτήρας, λυτρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ σ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύ σ ιος, ῥυ σ τήρ) + κατάλ. της (πρβλ. δό της, θύ της)] … Dictionary of Greek
ῥύστην — ῥύστης saviour masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύστου — ῥύστης saviour masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύστῃ — ῥύστης saviour masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύστα — ῥύστᾱ , ῥύστης saviour masc nom/voc/acc dual ῥύστης saviour masc voc sg ῥύστᾱ , ῥύστης saviour masc gen sg (doric aeolic) ῥύστης saviour masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμορύστης — κοσμορύστης, ὁ (Μ) ο λυτρωτής τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ῥύστης «σωτήρας»] … Dictionary of Greek
ρυστικός — ή, όν, Α [ῥύστης] αυτός που διασώζει, που λυτρώνει, προστατευτικός … Dictionary of Greek
ρύστις — ύστιδος, ἡ, Μ βλ. ῥύστης … Dictionary of Greek
ՓՐԿԻՉ — (կչի, չաւ.) NBH 2 0964 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c, 13c ա. գ. σωτήρ servator, salvator σωτήριον salutare ῤύστης liberator λυτρωτής redemptor. որ եւ ՅԻՍՈՒՍ. ըստ եբր. էաշուս, էչա, մոշեա. Այն՝ որ փրկէ. ապրեցուցիչ. կեցուցիչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)